human | |
gen. | άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο |
anal | |
med. | πρωκτικός; πρωκτός; πρωκτική φάση; εδρικός |
retention | |
med. | κατακράτηση |
device | |
comp., MS | συσκευή |
| |||
άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο | |||
με ανθρώπινη παρέμβαση; ανθρώπινος; ανθρωπογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hum |
Human: 747 phrases in 41 subjects |