DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Gleisjoch n -(e)s, -e
transp. πλαίσιο γραμμής; στοιχείο γραμμής; σχάρα γραμμής; στοιχείο γραμμής προκατασκευασμένο; στοιχείο γραμμής προσυναρμολογημένο; τμήμα γραμμής προκατασκευασμένο; τμήμα γραμμής προσυναρμολογημένο