rise | |
construct. | κατακόρυφος κλάδος; αντιβαθμίδα; ποδιά της βαθμίδας; υπέρεισμα; ύψος βαθμίδας |
econ. stat. | προσαύξηση |
industr. construct. | σφήνα καλαποδιού |
life.sc. | περίοδος ανυψώσεως |
mater.sc. construct. | πτώση; υπερύψωση στάθμης ταμιευτήρα |
Galapagos: 4 phrases in 2 subjects |
Economy | 1 |
Natural resourses and wildlife conservation | 3 |