gait | |
agric. | λινοδεσμίδα |
hobby agric. | κίνηση |
industr. construct. | πέρασμα; πρετοιμασία-ρυθμίσεις του αργαλειού πριν την έναρξη της ύφανσης |
training | |
agric. | μόρφωση πρέμνων; σχηματισμός πρέμνων |
comp., MS | εκπαίδευση |
Gait: 13 phrases in 3 subjects |
Health care | 1 |
Medical | 10 |
Natural sciences | 2 |