forward | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; προς τα εμπρός |
commun. transp. | αποστέλνω |
comp., MS | προωθώ; προώθηση |
transp. mech.eng. | ανάστροφα; προς τα μπρος |
forwarding | |
social.sc. transp. agric. | μεταφορά |
masking | |
transp. mater.sc. | προστατευτική επικόλληση |
| |||
μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; προς τα εμπρός | |||
| |||
προωθώ (To move a call to another phone before the call is answered) | |||
| |||
αποστέλνω | |||
| |||
προθεσμιακά συμβόλαια | |||
| |||
μεταφορά | |||
| |||
προώθηση (To move a call to another phone before the call is answered) | |||
προθεσμιακή σύμβαση | |||
κατάστρωμα της πρώρας ή της πλώρης | |||
ανάστροφα; προς τα μπρος; προς τα πίσω; πρόσω ταχύτητα κίνησης; ταχύτητα κίνησης προς τα εμπρός | |||
| |||
αποστέλλω περαιτέρω | |||
στέλνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
feedback of repair, workshop and reliability data | |||
| |||
fwd | |||
final limit | |||
for'd (судна LyuFi) |
Forward: 577 phrases in 34 subjects |