Farbe | |
chem. | χρώμα επίχρισης |
environ. | χρώμα; απόχρωση |
färben | |
agric. | αλλάζω χρώμα; μεταβάλλω χρώμα |
industr. construct. chem. | βάφω |
Interessengemeinschaft | |
gen. | ομάδα συμφερόντων |
| |||
χρώμα τριχώματος προκειμένου περί ζώων | |||
χρώμα επίχρισης | |||
χρώμα; απόχρωση; χρώμα/απόχρωση | |||
| |||
βάφω έβαψα; βαμμένος; χρω έχρωσα; κάνω χρώση έκανα; καμωμένος | |||
| |||
αλλάζω χρώμα; μεταβάλλω χρώμα | |||
βάφω | |||
German thesaurus | |||
| |||
farbig |
Farben: 139 phrases in 19 subjects |