exploration | |
environ. | εξερεύνηση; έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση; εξερεύνηση |
log | |
agric. | τεμάχιο κορμού |
comp., MS | αρχείο καταγραφής |
forestr. | κορμός |
IT tech. | ημερολόγιο |
transp. | δρομόμετρο; παρκέτα |
wood. | στρογγυλή ξυλεία |
| |||
εξερεύνηση; έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση | |||
| |||
εξερεύνηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
explr | |||
exp; expl; ex (serz) |
Exploration: 57 phrases in 18 subjects |