exchange | |
gen. | ανταλλάσσω |
commun. | τηλεφωνικό κέντρο |
clearing house | |
commun. | μηχανισμός ανταλλαγής πληροφοριών |
fin. | διαχειριστής συστημάτων διακανονισμού; γραφείο συμψηφισμού; συμψηφιστικό γραφείο |
transp. | γραφείο εκκαθαρίσεων |
| |||
ανταλλάσσω | |||
| |||
τηλεφωνικό κέντρο | |||
ανταλλαγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
ex; exch | |||
stock |
Exchange Clearing House: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |