| |||
περικοπή | |||
τέμνω | |||
εγκοπή πριονιού | |||
βλητροδόχη; εγκοπή; υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής | |||
τομή; εντομή (incisura); εγκοπή (incisura); χαραγή (incisura); κόψιμο; σπάσιμο | |||
όρυγμα; τάφρος | |||
| |||
έκχωμα; όρυγμα |
Einschnitt: 10 phrases in 3 subjects |
Construction | 2 |
Life sciences | 2 |
Transport | 6 |