Durchmesser | |
med. | διάμετρος |
Norm | |
commun. | αριθμός τυπογραφικού φύλλου |
environ. | μέτρο; τύπος |
med. | πρότυπο; κανόνας |
social.sc. | κοινωνικός κανόνας |
| |||
διαμέτρησησωλήνα; διατομή | |||
| |||
διάμετρος | |||
πάχοςσύρματος |
Durchmesser nach: 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |