continuation | |
commun. | συνέχεια; συνέχιση |
fin. | προθεσμιακή συναλλαγή με δικαίωμα μεταφοράς της ημερομηνίας εκκαθάρισης |
of | |
gen. | από |
Messaging | |
comp., MS | Μηνύματα |
message | |
comp., MS | μήνυμα |
| |||
συνέχεια; συνέχιση | |||
προθεσμιακή συναλλαγή με δικαίωμα μεταφοράς της ημερομηνίας εκκαθάρισης | |||
| |||
συνέχειες; συνεχιζόμενη έκδοση έργων |
Continuation of: 5 phrases in 3 subjects |
Law | 2 |
Medical | 1 |
Transport | 2 |