Community | |
comp., MS | Κοινότητα |
community | |
comp., MS | κοινότητα |
environ. | Κοινότητα |
health. | κοινότης |
life.sc. environ. nat.res. | οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών |
help | |
gen. | διευκολύνω |
adult | |
med. | ενήλικος |
in need | |
law | κατάσταση ανάγκης |
κοινότητα (The collective of people who interact through or use online resources) | |
Κοινότητα | |
κοινότης | |
οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών | |
κοινότητα | |
Κοινότητα (A site template that is designed to create an online community where people come together to share ideas or get answers to their questions) | |
English thesaurus | |
European Community (raf) |
Communities: 1220 phrases in 62 subjects |