Chef | |
law lab.law. | αρχηγός; διαχειριστής; διευθυντής; επιστάτης; επόπτης; μάνατζερ |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Stab | |
econ. | ράβδος |
| |||
αρχηγός; διαχειριστής; διευθυντής; επιστάτης; επόπτης; μάνατζερ; προϊστάμενος |
Chef des: 5 phrases in 2 subjects |
General | 4 |
Labor law | 1 |