Cardiovascular Disease | |
med. | καρδιαγγειακό νόσημα |
cardiovascular disease | |
econ. | καρδιαγγειακή πάθηση |
environ. | καρδι αγγειακό νόσημα |
health. | καρδιαγγειακή ασθένεια; καρδιοαγγειακό νόσημα; καρδιαγγειακό νόσημα |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
alimentary | |
med. | θρεπτικός; τροφικός |
comparison | |
social.sc. | σύγκριση |