calcitonin | |
med. | καλσιτονίνη; θυρεοκαλσιτονίνη |
forming | |
el. | σχηματισμός |
industr. | μορφοποίηση |
industr. construct. | κατασκευή; φορμάρισμα; στρωμάτωση των ινών |
industr. construct. chem. | ινοποίηση; τράβηγμα |
| |||
καλσιτονίνη; θυρεοκαλσιτονίνη |
Calcitonin: 5 phrases in 1 subject |
Medical | 5 |