Business | |
comp., MS | Εργασία |
business | |
environ. | επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος |
engineering | |
gen. | μηχανολογία; εργασίες μηχανικής; μηχανοτεχνία |
environ. | μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός |
IT | μηχανίκευση |
| |||
επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος | |||
εργαλεία | |||
| |||
επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος | |||
| |||
Εργασία (A field that contains a contact's business phone number) | |||
English thesaurus | |||
| |||
bus. (Vosoni) | |||
biz | |||
bizzo ("mind your own bizzo") | |||
bidness (railwayman) |
Business Engineering: 1 phrase in 1 subject |
Economy | 1 |