Brennstoff | |
econ. | καύσιμα |
energ.ind. mech.eng. | βενζίνη για κινητήρες; καύσιμο κινητήρα |
environ. | ορυκτό καύσιμο; καύσιμο |
Energie | |
gen. | ενεργητικότητα; νεύρο |
el. | ισχύς |
π-Komplex | |
gen. | π-σύμπλοκο |
| |||
καύσιμα | |||
βενζίνη για κινητήρες; καύσιμο κινητήρα | |||
καύσιμο | |||
| |||
Καύσιμα | |||
| |||
ορυκτό καύσιμο | |||
German thesaurus | |||
| |||
Treibstoff... |
Brennstoff: 142 phrases in 23 subjects |