lime | |
chem. | άσβεστος |
earth.sc. chem. | άνυδρος ασβέστης; ασβέστης μη σβησμένος; μη εσβεσμένη άσβεστος; συνηθισμένος ασβέστης |
forestr. | φλαμουριά; φιλύρα |
med. | μονοξείδιο του ασβεστίου; καυστικό ασβέστιο; ασβέστης |
Barlow: 7 phrases in 1 subject |
Medical | 7 |