asset | |
comp., MS | πόρος |
law fin. | ενεργητικό |
proced.law. econ. fin. | περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού |
assets | |
account. | στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία; περιουσία |
econ. | ενεργητικόν |
econ. market. | ενεργές αξίες |
fin. | διαθέσιμα |
risk management | |
fin. | διαχείριση κινδύνων |
Asset Risk: 5 phrases in 3 subjects |
Banking | 1 |
Finances | 3 |
Marketing | 1 |