DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Aschengehalt m -(e)s
agric., industr. περιεκτικότητα σε τέφρα
chem. η ποσότητα του υπολείμματος ενός υλικού που μένει μετά την αποτέφρωση,προσδιορισμένη και εκφρασμένη σύμφωνα με την κατάλληλη μέθοδο δοκιμής