DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Armatur f =, -en
earth.sc., mech.eng. επαγώγιμο,βαλβίδα,εφαρμογή
el. σύστημα στήριξης
environ. εξαρτήματα; επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση); σύνδεσμοι; εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση είδη, διαρρύθμιση
forestr. υδραυλικός σύνδεσμος; ρακόρ
mech.eng. πλαίσιο
med. οπλισμός
Armaturen f
met. εξαρτήματα
Armatur: 5 phrases in 2 subjects
Chemistry3
Mechanic engineering2