anticoagulant | |
med. | αντιπηκτικό; αντιθρομβωτικό; αντιθρομβωτικός; αντιπηκτικός |
therapy | |
environ. | θεραπεία; αγωγή; αντιμετώπιση; θεραπεία/αγωγή/αντιμετώπιση |
| |||
αντιπηκτικό; αντιθρομβωτικό; αντιθρομβωτικός; αντιπηκτικός | |||
| |||
αντιπηκτικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
A drug used to prevent the blood from clotting. |
AntiCoagulant: 3 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 1 |
Medical | 2 |