DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Anschlag m -(e)s, ..schläge
mech.eng. ανακρουστήρας
Anschlag v -(e)s, ..schläge
gen. πρόσκρουσις
construct. δόντι αναστολής μετακινήσεων
forestr. παύση; στάση
law αφισοκόλληση
life.sc. αναστολέας; σφήνα; τάκος
mater.sc. αναστολέας τέρματος μηχανικός και ηλεκτρικός; διακόπτης τέρματος ηλεκτρικός
mech.eng. τερματικός αναστολέας; αντιστήριγμα; στόπερ; στοπ; αξονικό έδρανο μοχλού απελευθέρωσης συμπλέκτη
anschlagen v
IT, tech. ευθυγραμμίζω δέσμη δελτίων
law κοινοποιώ με αφισοκόλληση; κοινοποιώ με τοιχοκόλληση
met. περιστρέφω
transp. φορτοεκφορτώνω με αρτάνη; φορτοεκφορτώνω με σαμπάνιο
transp., mech.eng. να τερματίσει
transp., nautic. δένω κάβο; εξαρτίζω
Anschlagen v
industr., construct. χτύπημα
 German thesaurus
anschlagen v
dog. kläffen (Andrey Truhachev)
Anschlag: 38 phrases in 10 subjects
Agriculture4
Earth sciences3
General2
Government, administration and public services1
Industry1
Information technology2
Law5
Mechanic engineering14
Metallurgy4
Transport2