English |
Dutch |
air pollution | |
environ. | ρύπανση της ατμόσφαιρας; ατμοσφαιρική ρύπανση; ρύπανση του αέρα; ατμοσφαιρική ρύπανση |
index | |
environ. | δείκτης; ευρετήριο |
indexing | |
el. | δεικτοδότητση |
fin. | ίντεξινγκ |
IT | ευρετηριασμός |
| |||
ρύπανση της ατμόσφαιρας; ατμοσφαιρική ρύπανση; ρύπανση του αέρα | |||
ατμοσφαιρική ρύπανση; ρύπανση του αέρα | |||
| |||
ατμοσφαιρική ρύπανση |
Air Pollution Index: 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |