DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abraum n -(e)s
agric. κατάλοιπα υλοτομίας
coal. υλικό εκσκαφής
environ. επικάλυψη; επιφανειακές γαίες; πλεονάζον υλικό; υπερκείμενα; επικάλυψη/επιφανειακές γαίες/υπερκείμενα/πλεονάζον υλικό
environ., coal. απόβλητα ανθρακωρυχείου
transp. προϊόν εκσκαφής
Abräumen n
agric. εκχέρσωση; ξεχέρσωμα; συγκλίνουσα άροση; καλλιέργεια ξελακκώματος
construct. απόξεση φυτικών γαιών; απομάκρυνση χωμάτων
transp. αποκάλυψη; εκσκαφή
Abraümen n
agric. εκθάμνωσις
Abraum: 3 phrases in 1 subject
Construction3