DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Ablängen v
forestr. σήμανση για εγκάρσια τομή
industr., construct. κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνση
met. τεμαχισμός ραβδοειδών τεμαχίων
ablängen v
construct. παροχέτευση
transp., mater.sc. να κοπεί σε μήκος
wood. τεμαχίζω