DictionaryForumContacts

   Maltese
Google | Forvo | +
persistenza għolja u bijoakkumulazzjoni għolja
environ., chem. άκρως ανθεκτική και άκρως βιοσυσσωρεύσιμη ουσία; άκρως ανθεκτικός και άκρως βιοσυσσωρευτικός