DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
órgano de administración, de dirección o de control
gen. διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό όργανο
fin., busin., labor.org. όργανο που ασκεί διοίκητικά, διεύθυντικά ή εποπτικά καθήκοντα; διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο