ruptor de circuito | |
earth.sc. el. | αυτόματη διακοπή κυκλώματος; διακοπή κυκλώματος |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
pérdida a tierra | |
mech.eng. construct. | διαρροή ως προς τη γη |
| |||
αυτόματη διακοπή κυκλώματος; διακοπή κυκλώματος |
ruptor de circuito: 1 phrase in 1 subject |
Labor law | 1 |