retardo | |
chem. el. | υστέρηση |
commun. | χρονική καθυστέρηση |
earth.sc. life.sc. | επιβράδυνση |
comienzo de la sangría | |
met. | μέτωπο κοπής |
| |||
υστέρηση | |||
χρονική καθυστέρηση | |||
επιβράδυνση | |||
καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση; χρόνος καθυστερήσεως |
retardo: 141 phrases in 16 subjects |