policloruro de vinilo | |
environ. | πολυχλωρίδιο του βινυλίου |
industr. chem. | πολυβινυλοχλωρίδιο; πολυχλωριούχο βινύλιο |
rígido | |
health. | σκληρός |
mater.sc. | δύσκαμπτος; σταθερός |
| |||
πολυχλωρίδιο του βινυλίου | |||
πολυβινυλοχλωρίδιο; πολυχλωριούχο βινύλιο | |||
πολυμερές του χλωριούχου βινιλίου |
policloruro de vinilo: 5 phrases in 2 subjects |
Industry | 2 |
Materials science | 3 |