pasteurización | |
econ. | παστερίωση |
irradiación | |
earth.sc. agric. | παστερίωση με ακτινοβολία |
econ. | ακτινοβόληση |
el. | σταυροζεύξη με ηλεκτρονική δέσμη |
environ. | ακτινοβολία; ακτινοβολία/ακτινοβόληση |
id | |
med. | άθροισμα βιοφόρων δευτέρου βαθμού |
| |||
παστερίωση |
pasteurización: 20 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 15 |
Food industry | 4 |
Medical | 1 |