multiplexor | |
commun. el. | διαιρέτης ισχύος |
comp., MS | συσκευή πολυπλεξίας |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
canal de servicio | |
commun. | Κυκλώματα ελέγχου καλωδιώσεων; υπηρεσιακή γραμμή; υπηρεσιακό κύκλωμα |
| |||
διαιρέτης ισχύος | |||
συσκευή πολυπλεξίας | |||
πολυσυσχετιστής; πολυπλέκτης |
multiplexor: 42 phrases in 4 subjects |
Communications | 6 |
Electronics | 17 |
Information technology | 18 |
Technology | 1 |