DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
mozo m
lab.law. υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα
transp. σερβιτόρος; αχθοφόρος; εργάτης που μεταφέρει αποσκευές; υποστήριγμα τιμονιού; υπόβαθρο τιμονιού
mozo
: 6 phrases in 3 subjects
General1
Labor law2
Transport3