Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Portuguese
Russian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
mozo
m
lab.law.
υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα
transp.
σερβιτόρος
;
αχθοφόρος
;
εργάτης που μεταφέρει αποσκευές
;
υποστήριγμα τιμονιού
;
υπόβαθρο τιμονιού
mozo
:
6 phrases
in 3 subjects
General
1
Labor law
2
Transport
3
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips