método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
Independiente | |
gen. | Ανεξάρτητος |
independiente | |
econ. IT | αυτοαπασχολούμενο άτομο |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
tipo de distribución | |
environ. | μορφή της κατανομής; τύπος της κατανομής |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος | |||
| |||
μέθοδοι |
método: 1583 phrases in 51 subjects |