método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
perspectiva | |
construct. mun.plan. | προοπτική |
econ. | εξελικτικές τάσεις |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος | |||
| |||
μέθοδοι |
método: 1583 phrases in 51 subjects |