lámpara | |
commun. industr. construct. | καυστήρας πυρακτώσεως |
environ. | λυχνία; λαμπτήρας; φανός |
pharma. transp. environ. | λυχνία/λαμπτήρας/φανός |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
destello | |
comp., MS | αστεράκι |
cultur. | φλάς |
| |||
λάμπα | |||
| |||
καυστήρας πυρακτώσεως | |||
λυχνία; λαμπτήρας; φανός | |||
λυχνία/λαμπτήρας/φανός |
lámpara: 353 phrases in 25 subjects |