DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
fuerza o cuerpo de seguridad
law αρχή επιβολής του νόμου; αρχή εφαρμογής του νόμου; αρχή καταστολής; διωκτική αρχή; νομίμως  εξουσιοδοτημένη αρχή