explotación | |
agric. fish.farm. | μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
el. | λειτουργία |
forestr. | συγκομιδή ξύλου; υλοτομία |
law | εκμετάλλευση |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
mar | |
econ. | θάλασσα |
| |||
μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση | |||
λειτουργία | |||
συγκομιδή ξύλου; υλοτομία | |||
εκμετάλλευση | |||
υπηρεσία εκμετάλλευσης |
explotación: 797 phrases in 48 subjects |