carril | |
met. | σιδηροτροχιά |
transp. | λωρίδα κυκλοφορίας; διάδρομος κυκλοφορίας |
transp. construct. | λωρίς |
divergente | |
gen. | διιστάμενος |
nat.sc. agric. | οριζόντιος |
| |||
σιδηροτροχιά | |||
λωρίδα κυκλοφορίας; διάδρομος κυκλοφορίας | |||
λωρίς | |||
τροχιά |
carriles: 412 phrases in 14 subjects |