capa | |
agric. | υπερκείμενη στιβάδα καταλοίπων |
agric. industr. | εξωτερικό περιτύλιγμα |
fin. | αποδεικτικό κυριότητας μετοχών ή ομολογιών |
industr. construct. | κάπα; στρώση αντεπικολλητής ξυλείας; στρώση κόντρα πλακέ |
relig. textile | φελόνιο |
transp. | στρώμα |
capar | |
health. | εκτομώ; ευνουχίζω |
capado: 518 phrases in 30 subjects |