canteadora | |
industr. construct. | μηχανή ένωσης ξυλόφυλλων; συνενωτής ξυλόφυλλων |
industr. construct. mech.eng. | παρυφωτής; μηχανή λειάνσεως; μηχάνημα ξεφαρδίσματος |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
cabeza móvil | |
construct. | πάχυνση κορμού στά άκρα προεντεταμένης δοκού |
canteadora: 5 phrases in 1 subject |
Industry | 5 |