DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +

to phrases
canalización f
commun. θυρίδωση
construct. σύστημα αγωγών
el. διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ
el., construct. σύστημα συρμάτωσης
environ. καταμερισμός σε διαύλους; διοχέτευση; καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση
industr., construct. αυλάκωση
IT γραμμή; χρήση διαύλων; αγωγός ταχείας επεξεργασίας
mech.eng. σωληνώσεις
med. σηράγγωσις; σχηματισμός φυσιολογικών ή παθολογικών πόρων; χειρουργική παροχέτευσις δίχως σωλήνα
canalizaciones f
earth.sc., mech.eng. εγκατάσταση σωληνώσεων; σωληνώσεις
canalización: 69 phrases in 17 subjects
Agriculture2
Chemistry5
Communications1
Earth sciences4
Electronics5
Energy industry1
Environment6
General1
Industry1
Information technology3
Law1
Materials science2
Mechanic engineering19
Microsoft6
Municipal planning3
Natural sciences3
Transport6