canal radioeléctrico | |
commun. | δίαυλος,διόδευση; ραδιοδίαυλος; κανάλι; κανάλι ραδιοσυχνότητας |
En paralelo | |
comp., MS | παράθεση |
en paralelo | |
health. | σύνδεση εν παραλλήλω |
| |||
δίαυλος,διόδευση; ραδιοδίαυλος; κανάλι; κανάλι ραδιοσυχνότητας |
canales radioeléctricos: 14 phrases in 2 subjects |
Communications | 7 |
Electronics | 7 |