canal de toma | |
gen. | κανάλι προσαγωγής |
a | |
comp., MS | μέσος |
derivación | |
gen. | παράκαμψη; παροχέτευση |
chem. | διακλάδωση σωλήνα; προσαρμογή σωλήνα |
chem. el. | ειδικό τεμάχιο διακλάδωσης σωλήνα; σωλήνας διακλαδώσεως |
IT el. | σύνδεση γεφύρωσης |
| |||
κανάλι προσαγωγής | |||
αυλοί εισροής |
canales de toma: 8 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 2 |
Construction | 4 |
Mechanic engineering | 2 |