DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
brocal m
chem., el. άνω χείλος δεξαμενής; περιθώριο
construct. κράσπεδο πεζοδρομίου; κράσπεδο από σαφαλτικό υλικό; περιστόμιον; στηθαίον φρέατος; κατάστρωμα; κράσπεδο