alumbrado | |
construct. mun.plan. el. | δημόσιος φωτισμός; φωτισμός οδών |
econ. | φωτισμός |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
Alarmas | |
comp., MS | Αφυπνίσεις |
alarma | |
comp., MS | αφύπνιση |
| |||
θειικό αργίλιο; στυπτηρία; στύψη | |||
| |||
δημόσιος φωτισμός; φωτισμός οδών | |||
φωτισμός |
alumbrado: 116 phrases in 16 subjects |