altura | |
earth.sc. mech.eng. | συνολικό μανομετρικό ύψος |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
volar | |
coal. | προκαλώ έκρηξη; ανατινάζω |
vuelo | |
commun. construct. | βραχίονας |
forestr. | κωμοστέγη,δασοκάλυψις; περιορισμός διακένου |
| |||
συνολικό μανομετρικό ύψος | |||
γωνία ύψους; ύψος |
altura: 495 phrases in 31 subjects |