organismo | |
commun. IT | πρακτορείο |
forestr. | οργανισμοί |
law | οργανισμός |
dele | |
commun. | σημείον διαγραφής |
seguridad social | |
econ. | κοινωνική ασφάλιση |
| |||
πρακτορείο | |||
οργανισμοί | |||
οργανισμός | |||
| |||
Οργανισμός; οργανισμοί ταξονομία | |||
| |||
ζωντανοί οργανισμοί/ζωντανά είδη |
Organismo: 377 phrases in 43 subjects |