convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
sobre | |
comp., MS | πληροφορίες; φάκελος |
Ello | |
med. | αυτό |
ley | |
econ. | νόμος |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
obligación contractual | |
law lab.law. | συμβατική δέσμευση |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio: 1674 phrases in 57 subjects |